ὁμοιοκρίθοις

ὁμοιοκρίθοις
ὁμοιόκριθος
resembling barley
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοιόπυρος — ὁμοιόπυρος, ον (Α) αυτός που είναι όμοιος με σιτάρι («τοῑς ὁμοιοπύροις καὶ ὁμοιοκρίθοις», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πυρός «σιτάρι» (πβλ. πολύ πυρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”